βρέθηκα
Смотреть что такое "βρέθηκα" в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
λούκι — το 1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι 2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια 3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου β) «έπεσα σε λούκι» βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.… … Dictionary of Greek
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
Παστερνάκ, Μπορίς Λεονίντοβιτς — (Pasternak, Boris Leonidovich, Μόσχα 1890 – Περεντέλκινο, Μόσχα 1960). Pώσος ποιητής και συγγραφέας. Γιος γνωστού ζωγράφου και μιας πιανίστας, σπούδασε μουσική υπό την επιρροή του Σκριάμπιν και αργότερα φιλοσοφία στο πανεπιστήμια της Μόσχας και… … Dictionary of Greek